- λαοτόμος
- λαοτόμος, -ον (Α)1. (για εργαλείο) αυτό που κόβει πέτρες2. λατόμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας, γεν. λᾶος + -τόμος (< τέμνω), πρβλ. λαιμη-τόμος, λιθο-τόμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαοτόμος — stone cutting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαοτόμα — λαοτόμος stone cutting neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαοτόμοι — λαοτόμος stone cutting masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαοτόμους — λαοτόμος stone cutting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
λαοτομώ — λαοτομῶ, έω (Α) [λαοτόμος] λαξεύω πέτρες … Dictionary of Greek